ἄτολμον

ἄτολμον
ἄτολμος
daring nothing
masc/fem acc sg
ἄτολμος
daring nothing
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οικουρώ — (Α οἰκουρῶ, έω) [οικουρός] νεοελλ. παραμένω στο σπίτι, ιδίως λόγω ασθένειας ή αδιαθεσίας αρχ. 1. μένω άγρυπνος για να φυλάξω το σπίτι 2. (γενικά) φυλάω κάτι 3. επιστατώ σε ναό («ὅταν οἰκουρῶσι μύστας», Αριστοτ.) 4. (για γυναίκα) μένω στο σπίτι… …   Dictionary of Greek

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”